- ὀκναλέος
- ὀκν-ᾰλέος, α, ον, poet. for ὀκνηρός, Nonn.D.18.207. Adv.A
-έως Musae.120
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-έως Musae.120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκναλέος — ὀκναλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) οκνηρός. επίρρ... ὀκναλέως (Α) με οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ὀκναλέη — ὀκναλέος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέοις — ὀκναλέος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέου — ὀκναλέος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκναλέους — ὀκναλέος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)